jest
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
jest | jests |
jest (en)
Εκφράσεις
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | jest |
γ΄ ενικό ενεστώτα | jests |
αόριστος | jested |
παθητική μετοχή | jested |
ενεργητική μετοχή | jesting |
jest (en)
Πηγές
επεξεργασία
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαjest (pl)
- γ' ενικό πρόσωπο του ρήματος być