πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αστείο τα αστεία
      γενική του αστείου των αστείων
    αιτιατική το αστείο τα αστεία
     κλητική αστείο αστεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αστείο ουδέτερο

  • ο λόγος που λέγεται με σκοπό τον αστεϊσμό, με εύθυμη διάθεση, για να προκαλέσει το γέλιο ή το χαμόγελο, όχι ως κάτι το σοβαρό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

αστείο

  1. αιτιατική ενικού του αστείος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αστείος

Αναφορές

επεξεργασία
  1. αστείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αστείο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)