Ετυμολογία

επεξεργασία
φαγώνομαι < ἔφαγον, αόριστος του ἐσθίω και στα νέα ελληνικά του τρώω

φαγώνομαι (αποθετικό ρήμα) , πρτ.: φαγωνόμουν(α), στ.μέλλ.: θα φαγωθώ, αόρ.: φαγώθηκα, μτχ.π.π.: φαγωμένος

  1. φθείρομαι
    τα μπατζάκια φαγώθηκαν από το μπουσούλισμα
  2. (μεταφορικά) καβγαδίζω με κάποιον
    ο γιος του και η κόρη του φαγώνονται διαρκώς
  3. επιμένω σε κάτι
    φαγώθηκε να επιμένει ότι είχα άδικο
  4. ξοδεύομαι άσκοπα
    η κληρονομιά φαγώθηκε στα γρήγορα από τους κληρονόμους

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία