φαγώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαφαγώνομαι (αποθετικό ρήμα) , πρτ.: φαγωνόμουν(α), στ.μέλλ.: θα φαγωθώ, αόρ.: φαγώθηκα, μτχ.π.π.: φαγωμένος
- φθείρομαι
- τα μπατζάκια φαγώθηκαν από το μπουσούλισμα
- (μεταφορικά) καβγαδίζω με κάποιον
- ο γιος του και η κόρη του φαγώνονται διαρκώς
- επιμένω σε κάτι
- φαγώθηκε να επιμένει ότι είχα άδικο
- ξοδεύομαι άσκοπα
- η κληρονομιά φαγώθηκε στα γρήγορα από τους κληρονόμους