φαγωμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φαγωμός | οι | φαγωμοί |
γενική | του | φαγωμού | των | φαγωμών |
αιτιατική | τον | φαγωμό | τους | φαγωμούς |
κλητική | φαγωμέ | φαγωμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φαγωμός < φαγώνομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφαγωμός αρσενικό
- η φαγωμάρα, οι συνεχείς διαμάχες
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φαγωμός
|