τρώγομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈtɾo.ɣo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρώ‐γο‐μαι
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίατρώγομαι, στ.μέλλ.: θα φαγωθώ, π.αόρ.: φαγώθηκα, μτχ.π.π.: φαγωμένος
- παθητική φωνή του ρήματος τρώ(γ)ω
- παθητικές σημασίες του τρώω
- (για φαγητό) είμαι κατάλληλος για τροφή
- οι καρποί συτού του άγνωστου δέντρου φαίνονταν ωραίοι αλλά δεν ξέραμε αν τρώγονται
- είμαι αρκετά (όχι όμως πάρα πολύ) νόστιμος
- Το φαγητό του δεν είναι κάτι το εξαιρετικό αλλά τρώγεται
- με βασανίζει εσωτερικά κάτι
- αυτός ο άνθρωπος δεν ξέρει τι θέλει, όλο τρώγεται με τα ρούχα του
- (αλληλοπαθητικό) βρίσκομαι σε κατάσταση διαρκούς αντιδικίας, μαλώνω με κάποιον
- ⮡ γιατί τρώγεστε μεταξύ σας;
- ειναι θλιβερό να βλέπεις αυτά τ' αδέρφια να τρώγονται διαρκώς μεταξύ τους
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τρώω
Μεταφράσεις
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη μαλώνω με κάποιον