βασανίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βασανίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βασανίζω (εξετάζω, βασανίζω) < βάσανος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /va.saˈni.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐σα‐νί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαβασανίζω, πρτ.: βασάνιζα, στ.μέλλ.: θα βασανίσω, αόρ.: βασάνισα, παθ.φωνή: βασανίζομαι, π.αόρ.: βασανίστηκα, μτχ.π.π.: βασανισμένος
- ταλαιπωρώ κάποιον, τον παιδεύω
- κανείς δεν μπορεί να βασανίσει τον Θεό, όσο κι αν πασχίζουν οι Χριστιανοί να μας πείσουν βεβηλώνοντας την ουσιωδώς μη ανθρωπική φύση Του
- υποβάλλω κάποιον σε σωματικά ή ψυχικά βασανιστήρια με σκοπό να του προκαλέσω πόνο
- υποβάλλω ένα πνευματικό δημιούργημα σε εξαντλητικό έλεγχο (σε διανοητική βάσανο) πριν το θεωρήσω ολοκληρωμένο
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη βάσανος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βασανίζω | βασάνιζα | θα βασανίζω | να βασανίζω | βασανίζοντας | |
β' ενικ. | βασανίζεις | βασάνιζες | θα βασανίζεις | να βασανίζεις | βασάνιζε | |
γ' ενικ. | βασανίζει | βασάνιζε | θα βασανίζει | να βασανίζει | ||
α' πληθ. | βασανίζουμε | βασανίζαμε | θα βασανίζουμε | να βασανίζουμε | ||
β' πληθ. | βασανίζετε | βασανίζατε | θα βασανίζετε | να βασανίζετε | βασανίζετε | |
γ' πληθ. | βασανίζουν(ε) | βασάνιζαν βασανίζαν(ε) |
θα βασανίζουν(ε) | να βασανίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βασάνισα | θα βασανίσω | να βασανίσω | βασανίσει | ||
β' ενικ. | βασάνισες | θα βασανίσεις | να βασανίσεις | βασάνισε | ||
γ' ενικ. | βασάνισε | θα βασανίσει | να βασανίσει | |||
α' πληθ. | βασανίσαμε | θα βασανίσουμε | να βασανίσουμε | |||
β' πληθ. | βασανίσατε | θα βασανίσετε | να βασανίσετε | βασανίστε | ||
γ' πληθ. | βασάνισαν βασανίσαν(ε) |
θα βασανίσουν(ε) | να βασανίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βασανίσει | είχα βασανίσει | θα έχω βασανίσει | να έχω βασανίσει | ||
β' ενικ. | έχεις βασανίσει | είχες βασανίσει | θα έχεις βασανίσει | να έχεις βασανίσει | ||
γ' ενικ. | έχει βασανίσει | είχε βασανίσει | θα έχει βασανίσει | να έχει βασανίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βασανίσει | είχαμε βασανίσει | θα έχουμε βασανίσει | να έχουμε βασανίσει | ||
β' πληθ. | έχετε βασανίσει | είχατε βασανίσει | θα έχετε βασανίσει | να έχετε βασανίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βασανίσει | είχαν βασανίσει | θα έχουν βασανίσει | να έχουν βασανίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βασανίζομαι | βασανιζόμουν(α) | θα βασανίζομαι | να βασανίζομαι | ||
β' ενικ. | βασανίζεσαι | βασανιζόσουν(α) | θα βασανίζεσαι | να βασανίζεσαι | ||
γ' ενικ. | βασανίζεται | βασανιζόταν(ε) | θα βασανίζεται | να βασανίζεται | ||
α' πληθ. | βασανιζόμαστε | βασανιζόμαστε βασανιζόμασταν |
θα βασανιζόμαστε | να βασανιζόμαστε | ||
β' πληθ. | βασανίζεστε | βασανιζόσαστε βασανιζόσασταν |
θα βασανίζεστε | να βασανίζεστε | (βασανίζεστε) | |
γ' πληθ. | βασανίζονται | βασανίζονταν βασανιζόντουσαν |
θα βασανίζονται | να βασανίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βασανίστηκα | θα βασανιστώ | να βασανιστώ | βασανιστεί | ||
β' ενικ. | βασανίστηκες | θα βασανιστείς | να βασανιστείς | βασανίσου | ||
γ' ενικ. | βασανίστηκε | θα βασανιστεί | να βασανιστεί | |||
α' πληθ. | βασανιστήκαμε | θα βασανιστούμε | να βασανιστούμε | |||
β' πληθ. | βασανιστήκατε | θα βασανιστείτε | να βασανιστείτε | βασανιστείτε | ||
γ' πληθ. | βασανίστηκαν βασανιστήκαν(ε) |
θα βασανιστούν(ε) | να βασανιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω βασανιστεί | είχα βασανιστεί | θα έχω βασανιστεί | να έχω βασανιστεί | βασανισμένος | |
β' ενικ. | έχεις βασανιστεί | είχες βασανιστεί | θα έχεις βασανιστεί | να έχεις βασανιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει βασανιστεί | είχε βασανιστεί | θα έχει βασανιστεί | να έχει βασανιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε βασανιστεί | είχαμε βασανιστεί | θα έχουμε βασανιστεί | να έχουμε βασανιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε βασανιστεί | είχατε βασανιστεί | θα έχετε βασανιστεί | να έχετε βασανιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν βασανιστεί | είχαν βασανιστεί | θα έχουν βασανιστεί | να έχουν βασανιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι βασανισμένος - είμαστε, είστε, είναι βασανισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν βασανισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν βασανισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι βασανισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι βασανισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι βασανισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι βασανισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία βασανίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη βάσανος
Πηγές
επεξεργασία- βασανίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βασανίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.