βασανίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βασανίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος βασανίζω
Ρήμα
επεξεργασίαβασανίζομαι, πρτ.: βασανιζόμουν, στ.μέλλ.: θα βασανιστώ, αόρ.: βασανίστηκα, μτχ.π.π.: βασανισμένος
- υφίσταμαι βασανιστήρια
- ταλαιπωρούμαι ψυχικά ή σωματικά, παιδεύομαι
- μη βασανίζεσαι άλλο μ' αυτό το παλιοαυτοκίνητο, πούλα το να ησυχάσεις
Μεταφράσεις
επεξεργασία βασανίζομαι
|