Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βασανίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος βασανίζω

  Ρήμα επεξεργασία

βασανίζομαι, πρτ.: βασανιζόμουν, στ.μέλλ.: θα βασανιστώ, αόρ.: βασανίστηκα, μτχ.π.π.: βασανισμένος

  1. υφίσταμαι βασανιστήρια
  2. ταλαιπωρούμαι ψυχικά ή σωματικά, παιδεύομαι
    μη βασανίζεσαι άλλο μ' αυτό το παλιοαυτοκίνητο, πούλα το να ησυχάσεις

  Μεταφράσεις επεξεργασία