↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βασανιστήριο τα βασανιστήρια
      γενική του βασανιστηρίου
βασανιστήριου
των βασανιστηρίων
    αιτιατική το βασανιστήριο τα βασανιστήρια
     κλητική βασανιστήριο βασανιστήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βασανιστήριο < βασανίζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /va.sa.niˈsti.ɾi.o/
 
Aπεικόνιση βασανιστηρίου.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βασανιστήριο ουδέτερο

  1. η ενέργεια που αποσκοπεί στην κακοποίηση κάποιου με σωματικό ή / και ψυχικό τρόπο, προκαλώντας του πόνο ή αγωνία, με σκοπό να τιμωρηθεί, να καταρρεύσει ψυχολογικά ή να αναγκαστεί να κάνει κάτι (βλέπε και βασανιστήρια)
  2. (καταχρηστικά) η ταλαιπωρία, η δοκιμασία που τυχαίνει στη ζωή

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία