πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταλαιπωρία οι ταλαιπωρίες
      γενική της ταλαιπωρίας των ταλαιπωριών
    αιτιατική την ταλαιπωρία τις ταλαιπωρίες
     κλητική ταλαιπωρία ταλαιπωρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ταλαιπωρία θηλυκό

  • η σωματική ή ψυχική καταπόνηση
    Μεγάλη ταλαιπωρία στο αεροδρόμιο από την απεργία των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας.

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία