παίδεμα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παίδεμα | τα | παιδέματα |
γενική | του | παιδέματος | των | παιδεμάτων |
αιτιατική | το | παίδεμα | τα | παιδέματα |
κλητική | παίδεμα | παιδέματα | ||
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παίδεμα < παιδεύω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
παίδεμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του παιδεύομαι, η ταλαιπωρία που υφίσταται κάποιος ο οποίος αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες στην επιτέλεση ενός ορισμένου έργου
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
παίδεμα
→ δείτε τη λέξη παιδεμός |