ενικός πληθυντικός
pena penas

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pena (es) θηλυκό

  1. ο πόνος (σωματικός ή ψυχικός), ο κόπος
    no vale la pena - δεν αξίζει τον κόπο
  2. η ποινή

  Ετυμολογία

επεξεργασία
pena < (άμεσο δάνειο) ιταλική penna[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɛˈnɑ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pena (tr)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. pena - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν