Ετυμολογία

επεξεργασία
mızrap < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική مضراب (mızrab) < αραβική مضراب (miḍrāb)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mɯzˈɾɑp/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mızrap (tr)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. mızrap - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν