πένα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πένα | οι | πένες |
γενική | της | πένας | των | (πενών) |
αιτιατική | την | πένα | τις | πένες |
κλητική | πένα | πένες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πένα <
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπένα θηλυκό
- μικρό έλασμα που το χρησιμοποιούσαν παλαιότερα στους κονδυλοφόρους
- κονδυλοφόρος, στυλό, μέσο γραφής με μελάνι
- (μουσική) κοντόπληκτρο, μικρό πλήκτρο, όνυχας
- (πχ. σε αντιδιαστολή με το πλήκτρο του σαμιζέν)
- έλασμα για κρούση χορδών μουσικών οργάνων
- (μεταφορικά) η ικανότητα δημιουργικής γραφής, η συγγραφική δεινότητα
- (νόμισμα) υποδιαίρεση της αγγλικής λίρας
- για το φαγητό → δείτε τη λέξη πένες
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γραφής