quill
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
quill | quills |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαquill (en)
- κύριο πτητικό φτερό, συνήθως: πρωτεύον ερετικό φτερό
- η πένα από αυτό το φτερό
- ⮡ a goose feather quill - πένα από φτερό χήνας
- το αγκάθι σκατζόχοιρου, ακανθόχοιρου κτλ., η χοντρή αμυντική τρίχα θηλαστικού συνήθως κενή στο εσωτερικό
- ⮡ the quills of a porcupine - τα αγκάθια ενός σκαντζόχοιρου