έλασμα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έλασμα | τα | ελάσματα |
γενική | του | ελάσματος | των | ελασμάτων |
αιτιατική | το | έλασμα | τα | ελάσματα |
κλητική | έλασμα | ελάσματα | ||
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- έλασμα < ελληνιστική κοινή ἔλασμα < αρχαία ελληνική ἐλαύνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁el- (κινώ, οδηγώ, πηγαίνω)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
έλασμα ουδέτερο
- τμήμα μετάλλου με πεπλατυσμένη μορφή
- (ειδικότερα) τμήμα μετάλλου με πεπλατυσμένη μορφή που του έχουν εφαρμόσει έλαση
- (βοτανική) το πλατύφυλλο μέρος ενός φυτού
Επεξεργασία
- ελασμάτινος
- ελασματοειδής
- ελασματοποίηση / ελασματοποίησις
- ελασματοποιήσιμος
- ελασματοποιώ
- ελασματουργείο
- ελασματουργός
- → δείτε τη λέξη ελαύνω