ελασματουργείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ελασματουργείο < ελασματουργός + -είο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ελασματουργείο ουδέτερο
- το εργοστάσιο ή εργαστήριο όπου παρασκευάζονται ελάσματα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ελασματουργείο
|