οδηγώ
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- οδηγώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁδηγῶ, συνηρημένος τύπος του ὁδηγέω < ὁδηγός
- για τις σύγχρονες σημασίες < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική conduire, guider
- για τη σημασία «προπορεύομαι» < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική lead [1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.ðiˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐δη‐γώ
ΡήμαΕπεξεργασία
οδηγώ/οδηγάω, αόρ.: οδήγησα, παθ.φωνή: οδηγούμαι, π.αόρ.: οδηγήθηκα, μτχ.π.π.: οδηγημένος
- χειρίζομαι και κινώ ένα όχημα
- ↪ από τότε που ήταν μικρός ονειρευόταν να οδηγεί γρήγορα αυτοκίνητα
- ↪ οδηγάει σαν τρελός!
- δείχνω το δρόμο σε κάποιον
- ↪ τους οδήγησε στο πίσω μέρος του σπιτιού
- υποδεικνύω τρόπο συμπεριφορας ή δράσης σε κάποιον
- ↪ με το λόγο και τα έργα του οδηγούσε τους νεώτερους στην αρετή
- χρησιμεύω σαν ένδειξη για να βρει κάποιος κάτι
- ↪ τα αποτυπώματα οδήγησαν στο δράστη
- κάνω κάποιον να πράξει κάτι συγκεκριμένο
- ↪ ο χωρισμός τον οδήγησε στην τρέλα
- ↪ οδηγούμαι σε αδιέξοδο, δεν ξέρω τι να αποφασίσω
- καταλήγω κάπου
- ↪ το μονοπάτι οδηγεί σε ένα μεγάλο ξέφωτο
- έχω ως αποτέλεσμα
- ↪ οι μειωμένες βροχοπτώσεις οδηγούν στη λειψυδρία
- (για πρόσωπα) προπορεύομαι, είμαι μπροστά σε μια ομάδα
- ↪ ο δρομέας Χ οδηγεί την κούρσα
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη: όλες οι μέθοδοι εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό, όλες οι προσπάθειες καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη οδηγός
ΚλίσηΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
οδηγώ
Επεξεργασία
- ↑ «οδηγώ» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.