Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οδηγημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
οδηγημέν
ος
η
οδηγημέν
η
το
οδηγημέν
ο
γενική
του
οδηγημέν
ου
της
οδηγημέν
ης
του
οδηγημέν
ου
αιτιατική
τον
οδηγημέν
ο
την
οδηγημέν
η
το
οδηγημέν
ο
κλητική
οδηγημέν
ε
οδηγημέν
η
οδηγημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
οδηγημέν
οι
οι
οδηγημέν
ες
τα
οδηγημέν
α
γενική
των
οδηγημέν
ων
των
οδηγημέν
ων
των
οδηγημέν
ων
αιτιατική
τους
οδηγημέν
ους
τις
οδηγημέν
ες
τα
οδηγημέν
α
κλητική
οδηγημέν
οι
οδηγημέν
ες
οδηγημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
οδηγημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
οδηγώ
,
οδηγούμαι
Μετοχή
επεξεργασία
οδηγημένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
οδηγώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οδηγημένος