οδηγούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.ðiˈɣu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐δη‐γού‐μαι
- ομόηχο: οδηγούμε
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαοδηγούμαι, π.αόρ.: οδηγήθηκα, μτχ.π.π.: οδηγημένος
- παθητική φωνή του ρήματος οδηγώ / οδηγάω