καταλήγω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καταλήγω < αρχαία ελληνική , συγχρονικά αναλύεται σε κατα- + λήγω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.ta.ˈli.ɣɔ/
ΡήμαΕπεξεργασία
καταλήγω
- φτάνω στο τέρμα, τελειώνω σε ένα σημείο
- φτάνω σε κάποιο μέρος
- ※ Ξεκινήσαμε για τα Μεσόγεια με σκοπό να καταλήξουμε στο Σούνιο. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή)
- (μεταφορικά) έχω μια συγκεκριμένη έκβαση, με θετικό ή αρνητικό αποτέλεσμα
- (μεταφορικά) αποβαίνω, καταντώ, φτάνω σε μια κατάσταση μειωτική
- γίνομαι κάτι διαφορετικό από ό,τι ήμουν προηγουμένως
- (γλωσσολογία) τελειώνω σε
- πεθαίνω
- ο τραυματίας κατέληξε πριν φτάσει στο νοσοκομείο
- καταλήγω στο (συμπέρασμα) ότι (ισχύει το τάδε): συμπεραίνω