καταλήγω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταλήγω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταλήγω (τελειώνω) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική finir par, aboutir[1] Συγχρονικά αναλύεται σε κατα- + λήγω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.taˈli.ɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐λή‐γω
Ρήμα
επεξεργασίακαταλήγω, αόρ.: κατέληξα (χωρίς παθητική φωνή)
- φτάνω στο τέρμα, τελειώνω σε ένα σημείο, σε κάποιο μέρος
- (μεταφορικά) έχω μια συγκεκριμένη έκβαση, με θετικό ή αρνητικό αποτέλεσμα
- (μεταφορικά) αποβαίνω, καταντάω, φτάνω σε μια κατάσταση μειωτική
- γίνομαι κάτι διαφορετικό από ό,τι ήμουν προηγουμένως
- (και απρόσωπο) → δείτε καταλήγει και κατέληξε να … (τρίτο πρόσωπο)
- συμπεραίνω
- καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ισχύει
- (γλωσσολογία) τελειώνω, λήγω σε … (κάποια κατάληξη ή επίθημα)
- (επίσημο) πεθαίνω
- ⮡ ο τραυματίας κατέληξε πριν φτάσει στο νοσοκομείο
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις κατά και λήγω
Δείτε επίσης
επεξεργασία- για τα καταληπτός, κατάληψη, → δείτε τη λέξη καταλαμβάνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταλήγω | κατέληγα | θα καταλήγω | να καταλήγω | καταλήγοντας | |
β' ενικ. | καταλήγεις | κατέληγες | θα καταλήγεις | να καταλήγεις | κατάληγε | |
γ' ενικ. | καταλήγει | κατέληγε | θα καταλήγει | να καταλήγει | ||
α' πληθ. | καταλήγουμε | καταλήγαμε | θα καταλήγουμε | να καταλήγουμε | ||
β' πληθ. | καταλήγετε | καταλήγατε | θα καταλήγετε | να καταλήγετε | καταλήγετε | |
γ' πληθ. | καταλήγουν(ε) | κατέληγαν καταλήγαν(ε) |
θα καταλήγουν(ε) | να καταλήγουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατέληξα | θα καταλήξω | να καταλήξω | καταλήξει | ||
β' ενικ. | κατέληξες | θα καταλήξεις | να καταλήξεις | κατάληξε | ||
γ' ενικ. | κατέληξε | θα καταλήξει | να καταλήξει | |||
α' πληθ. | καταλήξαμε | θα καταλήξουμε | να καταλήξουμε | |||
β' πληθ. | καταλήξατε | θα καταλήξετε | να καταλήξετε | καταλήξτε | ||
γ' πληθ. | κατέληξαν καταλήξαν(ε) |
θα καταλήξουν(ε) | να καταλήξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταλήξει | είχα καταλήξει | θα έχω καταλήξει | να έχω καταλήξει | ||
β' ενικ. | έχεις καταλήξει | είχες καταλήξει | θα έχεις καταλήξει | να έχεις καταλήξει | ||
γ' ενικ. | έχει καταλήξει | είχε καταλήξει | θα έχει καταλήξει | να έχει καταλήξει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταλήξει | είχαμε καταλήξει | θα έχουμε καταλήξει | να έχουμε καταλήξει | ||
β' πληθ. | έχετε καταλήξει | είχατε καταλήξει | θα έχετε καταλήξει | να έχετε καταλήξει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταλήξει | είχαν καταλήξει | θα έχουν καταλήξει | να έχουν καταλήξει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταλήγω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καταλήγω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
θέμα καταληκ-
|
θέμα καταληγ- |
Κλίση
επεξεργασία Κλίση
|
Πηγές
επεξεργασία- καταλήγω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καταλήγω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.