έκβαση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έκβαση | οι | εκβάσεις |
γενική | της | έκβασης* | των | εκβάσεων |
αιτιατική | την | έκβαση | τις | εκβάσεις |
κλητική | έκβαση | εκβάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκβάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- έκβαση < (καθαρεύουσα) έκβασις < (ελληνιστική κοινή) ἔκβασις
Ουσιαστικό επεξεργασία
έκβαση θηλυκό
- Ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο ολοκληρώνεται μια υπόθεση, διαδικασία, προσπάθεια, αγώνας κ.λπ.
- Το που καταλήγει μια υπόθεση, διαδικασία, προσπάθεια, αγώνας κ.λπ.
Συνώνυμα επεξεργασία
- κατάληξη
- αποτέλεσμα
- η υλοποιημένη εκδοχή εξέλιξης κατάστασης