Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
issue issues

issue (en)

  1. (μετρήσιμο) το ζήτημα, η υπόθεση, το σημαντικό θέμα για το οποίο οι άνθρωποι συζητούν ή διαφωνούν
    ⮡  the Cyprus issue - η υπόθεση της Κύπρου
    ⮡  The big issue today is whether we’ll have war or peace.
    Το μεγάλο θέμα σήμερα είναι θα αν έχουμε πόλεμο ή ειρήνη.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη matter
  2. (μετρήσιμο) το ζήτημα, ένα πρόβλημα ή ανησυχία που έχει κάποιος με κάτι
    ⮡  Let’s not make an issue out of it.
    Ας μην το κάνουμε ζήτημα.
    ⮡  That creates new issues.
    Αυτό δημιουργεί νέα προβλήματα.
    ⮡  Unemployment is a burning issue for young people.
    Η ανεργία είναι ένα πρόβλημα που καίει τους νέους.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη problem
  3. (μετρήσιμο) το τεύχος, το φύλλο, μία έκδοση από μια τακτική σειρά περιοδικών ή εφημερίδων
    ⮡  the latest issue of a magazine - το τελευταίο τεύχος ενός περιοδικού
    ⮡  The announcement is published in the Sunday issue of the newspaper.
    Η ανακοίνωση είναι δημοσιευμένη στο κυριακάτικο φύλλο της εφημερίδας.
    ⮡  in today’s issue of the Times - στη σημερινή έκδοση των Times
     συνώνυμα: edition
  4. (μετρήσιμο) η έκδοση, ένας αριθμός ή ένα σύνολο πραγμάτων που εκδίδονται ταυτόχρονα
    ⮡  banknote/share/bond issue - η έκδοση χαρτονομισμάτων/μετοχών/ομολόγων
  5. (μη μετρήσιμο) η έκδοση, η κυκλοφορία, η ενέργεια του να εκδίδω πράγματα για αγορά ή χρήση από τους ανθρώπους
    ⮡  the issue/issuing of a newspaper/banknotes - η έκδοση εφημερίδας/χαρτονομίσματος
    ⮡  I bought new stamps on the day of their issue.
    Αγόρασα νέα γραμματόσημα την πρώτη ημέρα της κυκλοφορίας τους.
  6. (μη μετρήσιμο) η έκδοση, η ενέργεια του να εκδίδω επίσημα κάτι γνωστό στους ανθρώπους
    ⮡  the issue of a resolution/decree/ministerial decision - η έκδοση ψηφίσματος/διατάγματος/υπουργικής απόφασης
  7. (μη μετρήσιμο, νομικός όρος) οι απόγονοι
    ⮡  He died without issue.
    Πέθανε χωρίς απογόνους.
ενεστώτας issue
γ΄ ενικό ενεστώτα issues
αόριστος issued
παθητική μετοχή issued
ενεργητική μετοχή issuing

issue (en)

  1. εκδίδω, η έκδοση (όπως, επίσημα έγγραφα, διαβατήρια, χαρτονόμισμα, αλλά και βιβλίο, έντυπο, αφίσα)
    ⮡  The police authorities are responsible for issuing passports.
    Οι αστυνομικές αρχές είναι υπεύθυνες για την έκδοση διαβατηρίων.
  2. μεταφέρω αριστοκρατικό τίτλο σε απόγονό μου (εάν προβλέπεται νομικά)



      ενικός         πληθυντικός  
issue issues

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

issue (fr) θηλυκό

  1. η διέξοδος
    ⮡  sans issue - αδιέξοδος
  2. η έκβαση