issue
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
issue | issues |
issue (en)
- (μετρήσιμο) το ζήτημα, η υπόθεση, το σημαντικό θέμα για το οποίο οι άνθρωποι συζητούν ή διαφωνούν
- (μετρήσιμο) το ζήτημα, ένα πρόβλημα ή ανησυχία που έχει κάποιος με κάτι
- (μετρήσιμο) το τεύχος, το φύλλο, μία έκδοση από μια τακτική σειρά περιοδικών ή εφημερίδων
- (μετρήσιμο) η έκδοση, ένας αριθμός ή ένα σύνολο πραγμάτων που εκδίδονται ταυτόχρονα
- ⮡ banknote/share/bond issue - η έκδοση χαρτονομισμάτων/μετοχών/ομολόγων
- (μη μετρήσιμο) η έκδοση, η κυκλοφορία, η ενέργεια του να εκδίδω πράγματα για αγορά ή χρήση από τους ανθρώπους
- ⮡ the issue/issuing of a newspaper/banknotes - η έκδοση εφημερίδας/χαρτονομίσματος
- ⮡ I bought new stamps on the day of their issue.
- Αγόρασα νέα γραμματόσημα την πρώτη ημέρα της κυκλοφορίας τους.
- (μη μετρήσιμο) η έκδοση, η ενέργεια του να εκδίδω επίσημα κάτι γνωστό στους ανθρώπους
- ⮡ the issue of a resolution/decree/ministerial decision - η έκδοση ψηφίσματος/διατάγματος/υπουργικής απόφασης
- (μη μετρήσιμο, νομικός όρος) οι απόγονοι
- ⮡ He died without issue.
- Πέθανε χωρίς απογόνους.
- ⮡ He died without issue.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | issue |
γ΄ ενικό ενεστώτα | issues |
αόριστος | issued |
παθητική μετοχή | issued |
ενεργητική μετοχή | issuing |
issue (en)
- εκδίδω, η έκδοση (όπως, επίσημα έγγραφα, διαβατήρια, χαρτονόμισμα, αλλά και βιβλίο, έντυπο, αφίσα)
- ⮡ The police authorities are responsible for issuing passports.
- Οι αστυνομικές αρχές είναι υπεύθυνες για την έκδοση διαβατηρίων.
- ⮡ The police authorities are responsible for issuing passports.
- μεταφέρω αριστοκρατικό τίτλο σε απόγονό μου (εάν προβλέπεται νομικά)
Πηγές
επεξεργασία- issue (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- issue (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 267, 876, 918. ISBN 9780194325684., λήμμα: έκδοση, τεύχος, υπόθεση
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
issue | issues |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαissue (fr) θηλυκό
- η διέξοδος
- ⮡ sans issue - αδιέξοδος
- η έκβαση