↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διαβατήριο τα διαβατήρια
      γενική του διαβατηρίου
διαβατήριου
των διαβατηρίων
    αιτιατική το διαβατήριο τα διαβατήρια
     κλητική διαβατήριο διαβατήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαβατήριο < στον ενικό, (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαβατήρια (εννοείται ἱερά: θυσίες πριν διαβούμε τα σύνορα) < επίθετο διαβατήριος[1]
 
Ελληνικό διαβατήριο.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði̯a.vaˈti.ɾi.o/ & /ðʝa.vaˈti.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐βα‐τή‐ρι‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαβατήριο ουδέτερο

  1. επίσημο ταξιδιωτικό έγγραφο, απαραίτητο για να ταξιδέψει κανείς στο εξωτερικό. Έχει μορφή μικρού βιβλιαρίου και φέρει τη φωτογραφία του κατόχου
    ⮡  αρμόδιες για την έκδοση και την ανανέωση διαβατηρίων είναι οι αστυνομικές αρχές
    ⮡  με την κάρτα επιβίβασης στο χέρι προχωρήσαμε για τον έλεγχο διαβατηρίων
  2. (μεταφορικά) οτιδήποτε επιτρέπει σε κάποιον να εισέλθει σε έναν επαγγελματικό, καλλιτεχνικό κ.λπ χώρο
    ⮡  ένα πτυχίο δεν είναι απαραίτητα το διαβατήριο για την επιτυχία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία