problem
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
problem | problems |
Ουσιαστικό επεξεργασία
problem (en)
- το πρόβλημα, μια δυσκολία που πρέπει να αντιμετωπιστεί
- ↪ the housing problem - το πρόβλημα στέγης
- ↪ Unemployment is a social problem.
- Η ανεργία είναι κοινωνικό πρόβλημα.
- ↪ The workers asked the government for the solution to their problems.
- Οι εργαζόμενοι ζήτησαν από την κυβέρνηση την επίλυση των προβλημάτων τους.
- ≈ συνώνυμα: difficulty, issue και matter
- (μαθηματικά) το πρόβλημα
- ↪ math problems - μαθηματικά προβλήματα
- ↪ The problem allows for two different solutions.
- Το πρόβλημα επιδέχεται δύο διαφορετικές λύσεις.
- ↪ There was a very difficult problem on the exam.
- Στις εξετάσεις μπήκε ένα πολύ δύσκολο πρόβλημα.
Πηγές επεξεργασία
Δανικά (da) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
problem (da)
- το πρόβλημα
Νορβηγικά (no) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
problem (no)
- το πρόβλημα
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
problem (pl) αρσενικό
- το πρόβλημα
Συγγενικά επεξεργασία
Σερβικά (sr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
problem (sr)
- λατινική γραφή του проблем
Σουηδικά (sv) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
problem (sv)
- το πρόβλημα