Δείτε επίσης: Problem, problém, problem-
      ενικός         πληθυντικός  
problem problems

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

problem (en)

  1. το πρόβλημα, μια δυσκολία που πρέπει να αντιμετωπιστεί
    ⮡  the housing problem - το πρόβλημα στέγης
    ⮡  Unemployment is a social problem.
    Η ανεργία είναι κοινωνικό πρόβλημα.
    ⮡  The workers asked the government for the solution to their problems.
    Οι εργαζόμενοι ζήτησαν από την κυβέρνηση την επίλυση των προβλημάτων τους.
     συνώνυμα:  difficulty, issue και matter
  2. (μαθηματικά) το πρόβλημα
    ⮡  math problems - μαθηματικά προβλήματα
    ⮡  The problem allows for two different solutions.
    Το πρόβλημα επιδέχεται δύο διαφορετικές λύσεις.
    ⮡  There was a very difficult problem on the exam.
    Στις εξετάσεις μπήκε ένα πολύ δύσκολο πρόβλημα.



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

problem (da)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

problem (no)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

problem (pl) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

problem (sr)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

problem (sv)