difficulty
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
difficulty | difficulties |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdifficulty (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η δυσκολία, δυσκολεύομαι, το πρόβλημα
- (μη μετρήσιμο) η δυσκολία, η κατάσταση ή η ιδιότητα του να είναι δύσκολο να γίνει
- ⮡ He had difficulty with making rent.
- Είχε δυσκολίες με το νοίκι.
- ⮡ I don’t have a lot of difficulty with English.
- Δεν έχω πολλές δυσκολίες στα Αγγλικά μου.
- ⮡ We had a lot of difficulty finding your house.
- Κοπιάσαμε να βρούμε το σπίτι σας.
- ⮡ He had difficulty with making rent.
Πηγές
επεξεργασία- difficulty - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 253, 465. ISBN 9780194325684., λήμμα: δυσκολία, κοπιάζω