ενικός         πληθυντικός  
difficulty difficulties

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

difficulty (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η δυσκολία, δυσκολεύομαι, το πρόβλημα
    ⮡  They are having difficulties with their children.
    Έχουν δυσκολία με τα παιδιά τους.
    ⮡  This poses no difficulty.
    Αυτό δεν παρουσιάζει καμιά δυσκολία.
    ⮡  He has difficulties walking without a cane.
    Δυσκολεύεται να περπατήσει χωρίς μπαστούνι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη problem
  2. (μη μετρήσιμο) η δυσκολία, η κατάσταση ή η ιδιότητα του να είναι δύσκολο να γίνει
    ⮡  He had difficulty with making rent.
    Είχε δυσκολίες με το νοίκι.
    ⮡  I don’t have a lot of difficulty with English.
    Δεν έχω πολλές δυσκολίες στα Αγγλικά μου.
    ⮡  We had a lot of difficulty finding your house.
    Κοπιάσαμε να βρούμε το σπίτι σας.