δυσκολεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσκολεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος δυσκολεύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.skoˈle.vo.me/
Ρήμα
επεξεργασίαδυσκολεύομαι
- αντιμετωπίζω δυσκολίες εξαιτίας κάποιου γεγονότος
- εδώ και καιρό δυσκολεύεται οικονομικά, για αυτό δουλεύει πολύ
- κάτι μου είναι δύσκολο
- οι μαθητές δυσκολεύτηκαν να μεταφράσουν το κείμενο
Μεταφράσεις
επεξεργασία δυσκολεύομαι