Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυσκολεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος δυσκολεύω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.skoˈle.vo.me/

  Ρήμα επεξεργασία

δυσκολεύομαι

  1. αντιμετωπίζω δυσκολίες εξαιτίας κάποιου γεγονότος
    εδώ και καιρό δυσκολεύεται οικονομικά, για αυτό δουλεύει πολύ
  2. κάτι μου είναι δύσκολο
    οι μαθητές δυσκολεύτηκαν να μεταφράσουν το κείμενο

  Μεταφράσεις επεξεργασία