Ετυμολογία 1

επεξεργασία

κοπιάζω, πρτ.: κοπίαζα, στ.μέλλ.: θα κοπιάσω, αόρ.: κοπίασα, χωρίς παθητική φωνή

Με προφορά τεσσάρων συλλαβών

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

κοπιάζω, πρτ.: κόπιαζα, στ.μέλλ.: θα κοπιάσω, αόρ.: κόπιασα, συνήθως στην προστακτική - χωρίς παθητική φωνή

  1. έρχομαι, φτάνω, επισκέπτομαι
    ελάτε, κοπιάστε να φάμε!
    καλώς εκοπιάσατε! : καλωσήλθατε!
  2. (απειλητικό)
    ας κοπιάσει από δω και θα του δείξω εγώ!

Με προφορά τριών συλλαβών

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία