Δείτε επίσης: Mal, mal-

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mal (sq) αρσενικό (οριστικός τύπος: mali) (πληθυντικός male)



  Προφορά

επεξεργασία
 
ΔΦΑ : /mal/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mal (fr) αρσενικό

  1. το κακό
    Le bien et le mal - το καλό και το κακό
    il ne faut pas dire du mal des autres - δεν πρέπει να λέει κανείς κακό για τους άλλους
  2. j'ai mal à - πονάω
    j'ai mal aux dents - πονάνε τα δόντια μου

  Επίρρημα

επεξεργασία

mal (fr)

C'est mal de bâiller devant son interlocuteur - είναι άσχημο να χασμουριέται κανείς μπροστά στο συνομιλητή του



  Προφορά

επεξεργασία
 

mal (de)

  • χρησιμοποιείται σε οικείες εκφράσεις
hör mal - άκου λίγο
sag mal - για πες
schau mal - για δες

Δείτε επίσης

επεξεργασία



  • → δείτε τη λέξη mal-



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mal (ca)



  Επίρρημα

επεξεργασία

mal (pt)

  1. μόλις που, ακόμα δεν καλο-



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mal (ro) ουδέτερο

  1. η όχθη