Δείτε επίσης: πονέω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πονάω < πον(ώ) + νεότερο επίθημα -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πονῶ (δουλεύω σκληρά, υποφέρω),[1] συνηρημένος τύπος του πονέω < πόνος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /poˈna.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐νά‐ω

πονάω, -άς/πονώ, -άς/-είς, αόρ.: πόνεσα, μτχ.π.π.: πονεμένος (χωρίς παθητική φωνή) [2]

  1. (αμετάβατο) νιώθω πόνο, σωματικό ή ψυχικό
    ⮡  Χτύπησε και πονάει πολύ.
    • (στο γ' πρόσωπο, για μέλη ή όργανα του σώματος → δείτε τη λέξη πονάει
      ⮡  πονάει το πόδι μου - νιώθω πόνο στο πόδι
  2. (μεταβατικό) προκαλώ πόνο σωματικό ή ψυχικό σε κάποιον
    ⮡  Με πονάει η αδιαφορία του.
  3. (μεταβατικό) νοιάζομαι για κάποιον, συναισθάνομαι / ταυτίζομαι συναισθηματικά με κάποιον / έρχομαι νοερά στη θέση κάποιου
    ⮡  Τον πονάω το φίλο μου.
  4. συμπονώ κάποιον

Εκφράσεις

επεξεργασία


Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πόνος

Κλίση -άω/ώ, -άς, -άει/ά

Κλίση -ώ, -είς, -εί

  • → δείτε τη λέξη πονώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. πονάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. πονώΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)