ενεστώτας hurt
γ΄ ενικό ενεστώτα hurts
αόριστος hurt
παθητική μετοχή hurt
ενεργητική μετοχή hurting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

hurt (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) πληγώνω
    ⮡  Ten passengers were hurt.
    Πληγώθηκαν δέκα επιβάτες.
  2. (αμετάβατο) πονάω, νιώθω πόνο
    ⮡  My chest hurts, doctor.
    Πονάει το στήθος μου, γιατρέ.
    ⮡  My head hurts.
    Με πονάει το κεφάλι μου.