hurt
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ενεστώτας | hurt |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | hurts |
αόριστος | hurt |
παθητική μετοχή | hurt |
ενεργητική μετοχή | hurting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
ΡήμαΕπεξεργασία
hurt (en)
ενεστώτας | hurt |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | hurts |
αόριστος | hurt |
παθητική μετοχή | hurt |
ενεργητική μετοχή | hurting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
hurt (en)