πληγώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πληγώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαπληγώνω (παθητικό: πληγώνομαι)
- τραυματίζω, πλήττω, λαβώνω, πληγιάζω, χτυπάω τόσο ώστε να τρέξει αίμα κυριολεκτικά ή μεταφορικά, προκαλώ τραύμα, πληγή, πλήγμα στο σώμα ή στην ψυχή ανθρώπου ή ζώου
- Δυστυχισμένε θεριστή, τέπαθες τώρα τώρα; Ούτε το δρόμο ακολουθείς, όπως και πριν, τον ίσο, ούτε θερίζεις πλάγι μας, μα μένεις πάντα πίσω, σαν πρόβατο που πλήγωσε το πόδι του έν' αγκάθι και μένει πίσω απ' τάλλα αρνιά και πίσω απ' το κοπάδι. (Θεόκριτος, Ειδύλλια, απόδοση Πολεμης "᾿Εργατίνα βουκαῖε, τί νῦν ᾦζυρὲ πεπόνθεις; οὔθ᾽ ἑὸν ὄγμον ἄγειν ὀρθὸν δύνᾳ, ὡς τὸ πρὶν ἆγες,οὔθ᾽ ἅμα λᾳοτομεῖς τῷ πλατίον, ἀλλ᾽ ἀπολείπῃ ὥσπερ ὄις ποίμνας, ἇς τὸν πόδα κάκτος ἔτυψε.)
- όπου κι αν ταξιδέψω, η Ελλάδα με πληγώνει (Σεφέρης)
- τραυματίζω, μειώνω, θίγω αίσθημα-συναίσθημα, γενικά για αφηρημένα ουσιαστικά
- Τους ακολούθησε με το μάτι κάμποση ώρα και σαν τους είδε να τραβούν για τους τόπους των εχτρών του, τον κυρίεψε αγανάχτηση. Ο καλπασμός των αλόγων ήρθε σαν χασκογέλασμα και πλήγωσε την περηφάνεια του (Ανδρέας Καρκαβίτσας, "Ο Αρχαιολόγος")
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πληγώνω | πλήγωνα | θα πληγώνω | να πληγώνω | πληγώνοντας | |
β' ενικ. | πληγώνεις | πλήγωνες | θα πληγώνεις | να πληγώνεις | πλήγωνε | |
γ' ενικ. | πληγώνει | πλήγωνε | θα πληγώνει | να πληγώνει | ||
α' πληθ. | πληγώνουμε | πληγώναμε | θα πληγώνουμε | να πληγώνουμε | ||
β' πληθ. | πληγώνετε | πληγώνατε | θα πληγώνετε | να πληγώνετε | πληγώνετε | |
γ' πληθ. | πληγώνουν(ε) | πλήγωναν πληγώναν(ε) |
θα πληγώνουν(ε) | να πληγώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πλήγωσα | θα πληγώσω | να πληγώσω | πληγώσει | ||
β' ενικ. | πλήγωσες | θα πληγώσεις | να πληγώσεις | πλήγωσε | ||
γ' ενικ. | πλήγωσε | θα πληγώσει | να πληγώσει | |||
α' πληθ. | πληγώσαμε | θα πληγώσουμε | να πληγώσουμε | |||
β' πληθ. | πληγώσατε | θα πληγώσετε | να πληγώσετε | πληγώστε | ||
γ' πληθ. | πλήγωσαν πληγώσαν(ε) |
θα πληγώσουν(ε) | να πληγώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πληγώσει | είχα πληγώσει | θα έχω πληγώσει | να έχω πληγώσει | ||
β' ενικ. | έχεις πληγώσει | είχες πληγώσει | θα έχεις πληγώσει | να έχεις πληγώσει | ||
γ' ενικ. | έχει πληγώσει | είχε πληγώσει | θα έχει πληγώσει | να έχει πληγώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πληγώσει | είχαμε πληγώσει | θα έχουμε πληγώσει | να έχουμε πληγώσει | ||
β' πληθ. | έχετε πληγώσει | είχατε πληγώσει | θα έχετε πληγώσει | να έχετε πληγώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πληγώσει | είχαν πληγώσει | θα έχουν πληγώσει | να έχουν πληγώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πληγώνομαι | πληγωνόμουν(α) | θα πληγώνομαι | να πληγώνομαι | ||
β' ενικ. | πληγώνεσαι | πληγωνόσουν(α) | θα πληγώνεσαι | να πληγώνεσαι | πληγώνου | |
γ' ενικ. | πληγώνεται | πληγωνόταν(ε) | θα πληγώνεται | να πληγώνεται | ||
α' πληθ. | πληγωνόμαστε | πληγωνόμαστε πληγωνόμασταν |
θα πληγωνόμαστε | να πληγωνόμαστε | ||
β' πληθ. | πληγώνεστε | πληγωνόσαστε πληγωνόσασταν |
θα πληγώνεστε | να πληγώνεστε | πληγώνεστε | |
γ' πληθ. | πληγώνονται | πληγώνονταν πληγωνόντουσαν |
θα πληγώνονται | να πληγώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πληγώθηκα | θα πληγωθώ | να πληγωθώ | πληγωθεί | ||
β' ενικ. | πληγώθηκες | θα πληγωθείς | να πληγωθείς | πλήξου | ||
γ' ενικ. | πληγώθηκε | θα πληγωθεί | να πληγωθεί | |||
α' πληθ. | πληγωθήκαμε | θα πληγωθούμε | να πληγωθούμε | |||
β' πληθ. | πληγωθήκατε | θα πληγωθείτε | να πληγωθείτε | πληγωθείτε | ||
γ' πληθ. | πληγώθηκαν πληγωθήκαν(ε) |
θα πληγωθούν(ε) | να πληγωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πληγωθεί | είχα πληγωθεί | θα έχω πληγωθεί | να έχω πληγωθεί | πληγωμένος | |
β' ενικ. | έχεις πληγωθεί | είχες πληγωθεί | θα έχεις πληγωθεί | να έχεις πληγωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει πληγωθεί | είχε πληγωθεί | θα έχει πληγωθεί | να έχει πληγωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πληγωθεί | είχαμε πληγωθεί | θα έχουμε πληγωθεί | να έχουμε πληγωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε πληγωθεί | είχατε πληγωθεί | θα έχετε πληγωθεί | να έχετε πληγωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πληγωθεί | είχαν πληγωθεί | θα έχουν πληγωθεί | να έχουν πληγωθεί |