Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πλήγιασμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
πλήγιασμα
τα
πληγιάσμα
τ
α
γενική
του
πληγιάσμα
τ
ος
των
πληγιασμά
τ
ων
αιτιατική
το
πλήγιασμα
τα
πληγιάσμα
τ
α
κλητική
πλήγιασμα
πληγιάσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πλήγιασμα
<
πληγιάζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πλήγιασμα
ουδέτερο
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
πληγιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πλήγιασμα