πληγιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπληγιάζω (παθητική φωνή: πληγιάζομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- απλήγιαστος
- καταπληγιάζω
- καταπληγιασμένος
- μυριοπληγιασμένος
- πλήγιασμα
- πληγιασμένος
- σαρανταπληγιασμένος
- → δείτε τη λέξη πληγή
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πληγιάζω | πλήγιαζα | θα πληγιάζω | να πληγιάζω | πληγιάζοντας | |
β' ενικ. | πληγιάζεις | πλήγιαζες | θα πληγιάζεις | να πληγιάζεις | πλήγιαζε | |
γ' ενικ. | πληγιάζει | πλήγιαζε | θα πληγιάζει | να πληγιάζει | ||
α' πληθ. | πληγιάζουμε | πληγιάζαμε | θα πληγιάζουμε | να πληγιάζουμε | ||
β' πληθ. | πληγιάζετε | πληγιάζατε | θα πληγιάζετε | να πληγιάζετε | πληγιάζετε | |
γ' πληθ. | πληγιάζουν(ε) | πλήγιαζαν πληγιάζαν(ε) |
θα πληγιάζουν(ε) | να πληγιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πλήγιασα | θα πληγιάσω | να πληγιάσω | πληγιάσει | ||
β' ενικ. | πλήγιασες | θα πληγιάσεις | να πληγιάσεις | πλήγιασε | ||
γ' ενικ. | πλήγιασε | θα πληγιάσει | να πληγιάσει | |||
α' πληθ. | πληγιάσαμε | θα πληγιάσουμε | να πληγιάσουμε | |||
β' πληθ. | πληγιάσατε | θα πληγιάσετε | να πληγιάσετε | πληγιάστε | ||
γ' πληθ. | πλήγιασαν πληγιάσαν(ε) |
θα πληγιάσουν(ε) | να πληγιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πληγιάσει | είχα πληγιάσει | θα έχω πληγιάσει | να έχω πληγιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις πληγιάσει | είχες πληγιάσει | θα έχεις πληγιάσει | να έχεις πληγιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει πληγιάσει | είχε πληγιάσει | θα έχει πληγιάσει | να έχει πληγιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πληγιάσει | είχαμε πληγιάσει | θα έχουμε πληγιάσει | να έχουμε πληγιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε πληγιάσει | είχατε πληγιάσει | θα έχετε πληγιάσει | να έχετε πληγιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πληγιάσει | είχαν πληγιάσει | θα έχουν πληγιάσει | να έχουν πληγιάσει |
|