Ετυμολογία

επεξεργασία
πληγιάζω < πληγή + -ιάζω

πληγιάζω (παθητική φωνή: πληγιάζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία