πληγιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπληγιάζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος πληγιάζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πληγιάζομαι | πληγιαζόμουν(α) | θα πληγιάζομαι | να πληγιάζομαι | ||
β' ενικ. | πληγιάζεσαι | πληγιαζόσουν(α) | θα πληγιάζεσαι | να πληγιάζεσαι | (πληγιάζου) | |
γ' ενικ. | πληγιάζεται | πληγιαζόταν(ε) | θα πληγιάζεται | να πληγιάζεται | ||
α' πληθ. | πληγιαζόμαστε | πληγιαζόμαστε πληγιαζόμασταν |
θα πληγιαζόμαστε | να πληγιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | πληγιάζεστε | πληγιαζόσαστε πληγιαζόσασταν |
θα πληγιάζεστε | να πληγιάζεστε | (πληγιάζεστε) | |
γ' πληθ. | πληγιάζονται | πληγιάζονταν πληγιαζόντουσαν |
θα πληγιάζονται | να πληγιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πληγιάστηκα | θα πληγιαστώ | να πληγιαστώ | πληγιαστεί | ||
β' ενικ. | πληγιάστηκες | θα πληγιαστείς | να πληγιαστείς | πληγιάσου | ||
γ' ενικ. | πληγιάστηκε | θα πληγιαστεί | να πληγιαστεί | |||
α' πληθ. | πληγιαστήκαμε | θα πληγιαστούμε | να πληγιαστούμε | |||
β' πληθ. | πληγιαστήκατε | θα πληγιαστείτε | να πληγιαστείτε | πληγιαστείτε | ||
γ' πληθ. | πληγιάστηκαν πληγιαστήκαν(ε) |
θα πληγιαστούν(ε) | να πληγιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πληγιαστεί | είχα πληγιαστεί | θα έχω πληγιαστεί | να έχω πληγιαστεί | πληγιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις πληγιαστεί | είχες πληγιαστεί | θα έχεις πληγιαστεί | να έχεις πληγιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει πληγιαστεί | είχε πληγιαστεί | θα έχει πληγιαστεί | να έχει πληγιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πληγιαστεί | είχαμε πληγιαστεί | θα έχουμε πληγιαστεί | να έχουμε πληγιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε πληγιαστεί | είχατε πληγιαστεί | θα έχετε πληγιαστεί | να έχετε πληγιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πληγιαστεί | είχαν πληγιαστεί | θα έχουν πληγιαστεί | να έχουν πληγιαστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία πληγιάζομαι
|
Πηγές
επεξεργασία- πληγιάζομαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)