↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πληγιασμένος η πληγιασμένη το πληγιασμένο
      γενική του πληγιασμένου της πληγιασμένης του πληγιασμένου
    αιτιατική τον πληγιασμένο την πληγιασμένη το πληγιασμένο
     κλητική πληγιασμένε πληγιασμένη πληγιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πληγιασμένοι οι πληγιασμένες τα πληγιασμένα
      γενική των πληγιασμένων των πληγιασμένων των πληγιασμένων
    αιτιατική τους πληγιασμένους τις πληγιασμένες τα πληγιασμένα
     κλητική πληγιασμένοι πληγιασμένες πληγιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

πληγιασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία