Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πληγιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πληγιασμέν
ος
η
πληγιασμέν
η
το
πληγιασμέν
ο
γενική
του
πληγιασμέν
ου
της
πληγιασμέν
ης
του
πληγιασμέν
ου
αιτιατική
τον
πληγιασμέν
ο
την
πληγιασμέν
η
το
πληγιασμέν
ο
κλητική
πληγιασμέν
ε
πληγιασμέν
η
πληγιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πληγιασμέν
οι
οι
πληγιασμέν
ες
τα
πληγιασμέν
α
γενική
των
πληγιασμέν
ων
των
πληγιασμέν
ων
των
πληγιασμέν
ων
αιτιατική
τους
πληγιασμέν
ους
τις
πληγιασμέν
ες
τα
πληγιασμέν
α
κλητική
πληγιασμέν
οι
πληγιασμέν
ες
πληγιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
πληγιασμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
πληγιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πληγιασμένος