πληγιασμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαπληγιασμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του πληγιασμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του πληγιασμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πληγιασμένος