Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καταπληγιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Συνώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καταπληγιασμέν
ος
η
καταπληγιασμέν
η
το
καταπληγιασμέν
ο
γενική
του
καταπληγιασμέν
ου
της
καταπληγιασμέν
ης
του
καταπληγιασμέν
ου
αιτιατική
τον
καταπληγιασμέν
ο
την
καταπληγιασμέν
η
το
καταπληγιασμέν
ο
κλητική
καταπληγιασμέν
ε
καταπληγιασμέν
η
καταπληγιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καταπληγιασμέν
οι
οι
καταπληγιασμέν
ες
τα
καταπληγιασμέν
α
γενική
των
καταπληγιασμέν
ων
των
καταπληγιασμέν
ων
των
καταπληγιασμέν
ων
αιτιατική
τους
καταπληγιασμέν
ους
τις
καταπληγιασμέν
ες
τα
καταπληγιασμέν
α
κλητική
καταπληγιασμέν
οι
καταπληγιασμέν
ες
καταπληγιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
καταπληγιασμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
καταπληγιάζω
Συνώνυμα
επεξεργασία
μυριοπληγιασμένος
σαρανταπληγιασμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταπληγιασμένος