Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταπληγιασμένος η καταπληγιασμένη το καταπληγιασμένο
      γενική του καταπληγιασμένου της καταπληγιασμένης του καταπληγιασμένου
    αιτιατική τον καταπληγιασμένο την καταπληγιασμένη το καταπληγιασμένο
     κλητική καταπληγιασμένε καταπληγιασμένη καταπληγιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταπληγιασμένοι οι καταπληγιασμένες τα καταπληγιασμένα
      γενική των καταπληγιασμένων των καταπληγιασμένων των καταπληγιασμένων
    αιτιατική τους καταπληγιασμένους τις καταπληγιασμένες τα καταπληγιασμένα
     κλητική καταπληγιασμένοι καταπληγιασμένες καταπληγιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

καταπληγιασμένος

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία