σαρανταπληγιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σαρανταπληγιασμένος < σαράντα + -ο- + πληγιασμένος
Επίθετο
επεξεργασία
σαρανταπληγιασμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σαρανταπληγιασμένος
|
Πηγές
επεξεργασία
- σαρανταπληγιασμένος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)