γεμίζω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γεμίζω < αρχαία ελληνική γεμίζω < γέμω
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
γεμίζω και γιομίζω
- κάνω κάτι να είναι γεμάτο
- προσφέρω ικανοποίηση, προκαλώ το αίσθημα της πληρότητας
- βάζω βλήματα σε πυροβόλο όπλο
- (αμετάβατο) γίνομαι γεμάτος από κάτι
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- γεμίζω την κοιλιά μου : χορταίνω φαγητό // ικανοποιώ τις βασικές μου ανάγκες
- δε μου γεμίζει το μάτι : δε μου φαίνεται ικανός, δε μου εμπνέει εμπιστοσύνη
Επεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γεμίζω | γέμιζα | θα γεμίζω | να γεμίζω | γεμίζοντας | |
β' ενικ. | γεμίζεις | γέμιζες | θα γεμίζεις | να γεμίζεις | γέμιζε | |
γ' ενικ. | γεμίζει | γέμιζε | θα γεμίζει | να γεμίζει | ||
α' πληθ. | γεμίζουμε | γεμίζαμε | θα γεμίζουμε | να γεμίζουμε | ||
β' πληθ. | γεμίζετε | γεμίζατε | θα γεμίζετε | να γεμίζετε | γεμίζετε | |
γ' πληθ. | γεμίζουν(ε) | γέμιζαν γεμίζαν(ε) |
θα γεμίζουν(ε) | να γεμίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γέμισα | θα γεμίσω | να γεμίσω | γεμίσει | ||
β' ενικ. | γέμισες | θα γεμίσεις | να γεμίσεις | γέμισε | ||
γ' ενικ. | γέμισε | θα γεμίσει | να γεμίσει | |||
α' πληθ. | γεμίσαμε | θα γεμίσουμε | να γεμίσουμε | |||
β' πληθ. | γεμίσατε | θα γεμίσετε | να γεμίσετε | γεμίστε | ||
γ' πληθ. | γέμισαν γεμίσαν(ε) |
θα γεμίσουν(ε) | να γεμίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γεμίσει | είχα γεμίσει | θα έχω γεμίσει | να έχω γεμίσει | ||
β' ενικ. | έχεις γεμίσει | είχες γεμίσει | θα έχεις γεμίσει | να έχεις γεμίσει | έχε γεμισμένο | |
γ' ενικ. | έχει γεμίσει | είχε γεμίσει | θα έχει γεμίσει | να έχει γεμίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γεμίσει | είχαμε γεμίσει | θα έχουμε γεμίσει | να έχουμε γεμίσει | ||
β' πληθ. | έχετε γεμίσει | είχατε γεμίσει | θα έχετε γεμίσει | να έχετε γεμίσει | έχετε γεμισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν γεμίσει | είχαν γεμίσει | θα έχουν γεμίσει | να έχουν γεμίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) γεμισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) γεμισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) γεμισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) γεμισμένο |
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
γεμίζω
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
γεμίζω < ομόρριζο του γέμω και γομόω
ΡήμαΕπεξεργασία
γεμίζω