Ετυμολογία

επεξεργασία

γεμίζω, αόρ.: γέμισα, παθ.φωνή: γεμίζομαι, π.αόρ.: γεμίστηκα, μτχ.π.π.: γεμισμένος

  1. κάνω κάτι να είναι γεμάτο
     συνώνυμα: πληρώ
     αντώνυμα: αδειάζω
  2. προσφέρω ικανοποίηση, προκαλώ το αίσθημα της πληρότητας
  3. βάζω βλήματα σε πυροβόλο όπλο
  4. (αμετάβατο) γίνομαι γεμάτος από κάτι

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)
  • θέμα γιομ-  δείτε τη λέξη γιομίζω

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία

γεμίζω < γέμ(ω) (είμαι πλήρης)[1] -και γεμῶ (γομόω)- + -ίζω

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.