γέμιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γέμιση | οι | γεμίσεις |
γενική | της | γέμισης | των | γεμίσεων |
αιτιατική | τη | γέμιση | τις | γεμίσεις |
κλητική | γέμιση | γεμίσεις | ||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈʝe.mi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γέ‐μι‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγέμιση θηλυκό
- (γαστρονομία, μαγειρική) το υλικό (τυρί, ρύζι κλπ) που προστίθεται και γεμίζει το εσωτερικό μιας πίτας, ενός γεμιστού λαχανικού, μιας γαλοπούλας, ενός τοστ κλπ