↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γέμιση οι γεμίσεις
      γενική της γέμισης των γεμίσεων
    αιτιατική τη γέμιση τις γεμίσεις
     κλητική γέμιση γεμίσεις
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
γαλοπούλα με τη γέμισή της

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γέμιση < (γεμίζω) γεμι- + -ση

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈʝe.mi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γέ‐μι‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γέμιση θηλυκό

  • (γαστρονομία, μαγειρική) το υλικό (τυρί, ρύζι κλπ) που προστίθεται και γεμίζει το εσωτερικό μιας πίτας, ενός γεμιστού λαχανικού, μιας γαλοπούλας, ενός τοστ κλπ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία