Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

γεμίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γεμίζω
  2. θα γεμίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γεμίζω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

γεμίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γέμιση