Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υλικό τα υλικά
      γενική του υλικού των υλικών
    αιτιατική το υλικό τα υλικά
     κλητική υλικό υλικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

υλικό < λείπει η ετυμολογία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /i.liˈko/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

υλικό ουδέτερο

  1. ουσία με χαρακτηριστικές ιδιότητες που ταυτοποιούν τη συγκεκριμένη ουσία
  2. (πληροφορική) hardware: το ηλεκτρονικό μέρος του υπολογιστή ή γενικότερα ενός συστήματος, το οποίο και δεν τροποποιείται (μεταβάλλεται) κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του [1]
    ένα υπολογιστικό σύστημα αποτελείται από το υλικό και το λογισμικό
    Συνώνυμα: υλισμικό (όπως το λογισμικό) [2]

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία

(δίκτυο υπολογιστών)

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία

υλικό

  ΑναφορέςΕπεξεργασία