Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υλισμός οι υλισμοί
      γενική του υλισμού των υλισμών
    αιτιατική τον υλισμό τους υλισμούς
     κλητική υλισμέ υλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υλισμός < ύλη + -ισμός, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική matérialisme. Δείτε και την ελληνιστική λέξη ὑλισμός με σημασία «φιλτράρισμα»[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υλισμός αρσενικό (ο πληθυντικός κυρίως στον προφορικό λόγο)

  • (φιλοσοφία) φιλοσοφικό ρεύμα το οποίο υποστηρίζει πως το σύμπαν αποτελείται κυρίως από ύλη και από ενέργεια την οποία επίσης θεωρεί ως αμιγή μορφή ύλης

Εκφράσεις επεξεργασία

  1. διαλεκτικός υλισμός: οι αλλαγές στην ύλη και στη ζωή μέσα από την πάλη των τάξεων και των αντιθέτων
    ιστορικός υλισμός: η θεώρηση της ιστορίας από υλιστική σκοπιά
    επιστημονικός υλισμός: η εξέταση φυσικών φαινομένων με βάση αποκλειστικά τους φυσικούς νόμους

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία