Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ματεριαλισμός οι ματεριαλισμοί
      γενική του ματεριαλισμού των ματεριαλισμών
    αιτιατική τον ματεριαλισμό τους ματεριαλισμούς
     κλητική ματεριαλισμέ ματεριαλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ματεριαλισμός < απόδοση της γαλλικής λέξης matérialism < λατινική materia (το υλικό, η ουσία)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ματεριαλισμός αρσενικό (δόκιμο στον ενικό)

  • φιλοσοφική θεωρία που πρεσβεύει ότι το μόνο πραγματικά υπαρκτό είναι η ύλη και ότι όλα περιστρέφονται γύρω από αυτήν, ακόμα και η συνείδηση. Η θεωρία αυτή στην Ελλάδα αποδίδεται ως υλισμός (π.χ. ο διαλεκτικός υλισμός, ο ιστορικός υλισμός και άλλες υλιστικές θεωρίες)

  Μεταφράσεις επεξεργασία