ιστορικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ιστορικός < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ιστορικός αρσενικό ή θηλυκό
- ο ιστοριογράφος
- ο επιστήμονας που μελετά την ιστορία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ιστορικός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ιστορικός -ή -ό
- ο σχετικός με την ιστορία
- ιστορική επιστήμη
- ιστορικό μυθιστόρημα
- που έχει καταγραφεί από την επιστήμη της ιστορίας ότι πραγματικά υπήρξε ή έγινε
- κανείς δεν αμφισβητεί ότι ο Ιησούς ήταν ένα ιστορικό πρόσωπο
- που έχει χαρακτηριστεί ως εξαιρετικής σημασίας και έχει καταγραφεί ή θα καταγραφεί ως τέτοιος στην ιστορία
- μια ιστορική στιγμή για το ελληνικό ποδόσφαιρο
- (γραμματική) για χρόνο που αναφέρεται στο παρελθόν
- ιστορικός ενεστώτας
- το ουδέτερο ως ουσ: Το ιστορικό → δείτε τη λέξη .