Ετυμολογία

επεξεργασία
ιστορικός < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική ἱστορικός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.sto.ɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐στο‐ρι‐κός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ιστορικός οι ιστορικοί
      γενική του/της ιστορικού των ιστορικών
    αιτιατική τον/την ιστορικό τους/τις ιστορικούς
     κλητική ιστορικέ ιστορικοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ιστορικός αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο ιστοριογράφος
  2. (επάγγελμα) ο επιστήμονας που μελετά την ιστορία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Επίθετο

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιστορικός η ιστορική το ιστορικό
      γενική του ιστορικού της ιστορικής του ιστορικού
    αιτιατική τον ιστορικό την ιστορική το ιστορικό
     κλητική ιστορικέ ιστορική ιστορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιστορικοί οι ιστορικές τα ιστορικά
      γενική των ιστορικών των ιστορικών των ιστορικών
    αιτιατική τους ιστορικούς τις ιστορικές τα ιστορικά
     κλητική ιστορικοί ιστορικές ιστορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ιστορικός -ή -ό

  1. ο σχετικός με την ιστορία
    ιστορική επιστήμη
    ιστορικό μυθιστόρημα
  2. που έχει καταγραφεί από την επιστήμη της ιστορίας ότι πραγματικά υπήρξε ή έγινε
    κανείς δεν αμφισβητεί ότι ο Ιησούς ήταν ένα ιστορικό πρόσωπο
  3. που έχει χαρακτηριστεί ως εξαιρετικής σημασίας και έχει καταγραφεί ή θα καταγραφεί ως τέτοιος στην ιστορία
    μια ιστορική στιγμή για το ελληνικό ποδόσφαιρο
  4. (γραμματική) για χρόνο που αναφέρεται στο παρελθόν
    ιστορικός ενεστώτας
  5. το ουδέτερο ως ουσ: Το ιστορικό → δείτε τη λέξη .

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία