Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
αρσενικό αρσενικό ουδέτερο
ονομαστική ο χρόνος οι χρόνοι τα χρόνια
      γενική του χρόνου των χρόνων
    αιτιατική τον χρόνο τους χρόνους τα χρόνια
     κλητική χρόνε χρόνοι χρόνια
Η δοτική χρόνω (χρόνῳ) επιβιώνει σε τυποποιημένες εκφράσεις.
Και γενική πληθυντικού (προφορικό) για ηλικία: χρονών, χρονώ
Κατηγορία όπως «βράχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

χρόνος< κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική χρόνος

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈxɾo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρό‐νος

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

χρόνος αρσενικό

  1. (στον ενικό)
     συνώνυμα: καιρός
    1. εξέλιξη, διαδοχή, ροή των γεγονότων στο παρόν, το παρελθόν και το μέλλον
      ο χρόνος κυλάει αδιάκοπα και αναπότρεπτα
      ※  γιατί άπιστος κρέμεται ο Χρόνος στον άνθρωπο επάνω και της ζωής κλωθοστρίβει τους δρόμους (απόδοση Γρυπάρη, Πίνδαρος, Ισθμιονίκης VIII)
    2. χρονική διάρκεια
      δεν έχω πολύ χρόνο στη διάθεσή μου
      έχεις χρόνο να τα πούμε μετά;
  2. (με πληθυντικό αρσενικό οι χρόνοι ή και ουδέτερο τα χρόνια)
    1. ημερομηνία ή χρονολογία
    2. η ιστορική περίοδος
      στα βυζαντινά χρόνια
  3. (με πληθυντικό μόνον ουδέτερο: τα χρόνια)
     συνώνυμα: έτος, χρονιά
    1. η περίοδος δώδεκα μηνών, το έτος, η χρονιά
      πόσα χρόνια έχουμε να ιδωθούμε!
      ένας χρόνος πέρασε από τότε που συναντηθήκαμε για τελευταία φορά
    2. διδακτικό έτος εννέα περίπου μηνών, σχολική χρονιά
    3. η ηλικία
      να 'χα τα χρόνια σου (να ήμουν νέος σαν κι εσένα)
  4. (με γενική πληθυντικού: χρόνων και προφορικό: χρονών & χρονώ) μονάδα μέτρησης της ηλικίας
    το παιδί έγινε κιόλας δύο χρονών, ένας νέος είκοσι χρόνων
     συνώνυμα: ετών
  5. (με πληθυντικό μόνον αρσενικό: οι χρόνοι)
    1. (αθλητισμός) το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο ένας αθλητής ολοκληρώνει την προσπάθειά του
      ο δρομέας κάλυψε την απόσταση σε χρόνο-ρεκόρ
    2. φάση μιας διαδικασίας
      ο τετράχρονος κινητήρας ολοκληρώνει έναν κύκλο σε τέσσερις χρόνους
    3. (γραμματική) ρηματικός τύπος που φανερώνει πότε γίνεται αυτό που σημαίνει το ρήμα
      ο ενεστώτας χρόνος δηλώνει μια πράξη που γίνεται στο παρόν
      → δείτε τις λέξεις ενεστώτας, παρατατικός, αόριστος, μέλλων, παρακείμενος και υπερσυντέλικος
    4. (μετρική) η ελάχιστη μετρική μονάδα στην αρχαία ελληνική μετρική, που στηρίζεται στην προσωδία
    5. (μουσική) μονάδα μέτρησης της χρονικής διάρκειας ενός ήχου (φθόγγου) ή παύσης όπως ορίζεται από τη μουσική σημειογραφία
      να μετράς τους χρόνους για κάθε αξία: τέσσερις για το ολόκληρο, δύο για το μισό
       συνώνυμα: αξία
    6. (μουσική) η ρυθμική οργάνωση της μουσικής σε ισόχρονες διαδοχικές κινήσεις· γράφεται στη μουσική σημειογραφία ως κλάσμα αριθμού κινήσεων προς τις διάρκειες αξιών
      το βαλς είναι χορός σε τρεις χρόνους· μετριέται σε τρία τέταρτα 3/4
       συνώνυμα: ρυθμική αγωγή, ρυθμός
 
Μετρώντας το χρόνο γύρω στο 1530 μ.Χ.

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

 
Μέτρηση χρόνου με κλεψύδρα

Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία

ΠαροιμίεςΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
χρον- 

ΣύνθεταΕπεξεργασία

και

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χρόνος οἱ χρόνοι
      γενική τοῦ χρόνου τῶν χρόνων
      δοτική τῷ χρόν τοῖς χρόνοις
    αιτιατική τὸν χρόνον τοὺς χρόνους
     κλητική ! χρόνε χρόνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χρόνω
γεν-δοτ τοῖν  χρόνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μέτρηση χρόνου με οριζόντιο ηλιακό ρολόι -στον Εθνικό Κήπο.

  Ετυμολογία Επεξεργασία

χρόνος < αβέβαιης ετυμολογίας με προτάσεις ετυμολόγησης από διαφορετικές ινδεοευρωπαϊκές ρίζες. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

χρόνος αρσενικό

  1. χρόνος, χρονική στιγμή
    ※  πρῶτον μὲν τὸν Πειραιᾶ ἐτειχίσαμεν ἐν τούτῳ τῷ χρόνῳ, εἶτα τὸ μακρὸν τεῖχος τὸ βόρειον (Ανδοκίδης, Περὶ τῆς πρὸς Λακεδαιμονίους εἰρήνης)
  2. εποχή
  3. διάρκεια της ζωής, διάρκεια
    τεσσαράκοντα χρόνους ἐνιαυτῶν: διάρκειας 40 ετών
  4. ηλικία
  5. βραδύτητα, αργοπορία
    χρόνους ἐμποιεῖν: κωλυσιεργείς, καθυστερείς
  6. (γραμματική) χρόνος ρήματος
  7. (γραμματική, μετρική) ποσότητα διάρκεια συλλαβής, η ελάχιστη υποδιαίρεση του μετρικού ποδός

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

  • τόν ἀεί χρόνον : για πάντα
  • ὑπὸ αὐτὸν τὸν χρόνον: τότε, συγχρόνως, την ίδια εποχή
  • ὀλίγου χρόνου: όπου νά΄ναι, σε λίγο
  • ἐκ πολλοῦ χρόνου: από καιρό
  • χρόνω ύστερον : πολύ μετά, πολύ αργότερα
  • ἀνά χρόνον: μετά από λίγο καιρό
  • ἐς χρόνον : στο μέλλον
  • πόσου χρόνου; : σε πόση ώρα;
  • οὐ χρόνῳ : τώρα!
  • τοῖς χρόνοις: σύμφωνα με τις ημερομηνίες
  • Χρόνος, ὁ πάντων πατὴρ (Πίνδαρος, Ὀλυμπιονίκαις 2.15)
  • ὅ τ᾽ ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον Χρόνος (Πίνδαρος, Ὀλυμπιονίκαις 10.54)
  • ἄνακτα τόν πάντων ὑπερβάλλοντα Χρόνον μακάρων (Πίνδαρος, Αποσπασμάτια @books.google)
  • ἀνδρῶν δικαίων Χρόνος σωτὴρ ἄριστος (Πίνδαρος, Αποσπασμάτια @books.google)

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
χρον- 

ΣύνθεταΕπεξεργασία

όπως

  ΠηγέςΕπεξεργασία