↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταχρονολόγηση οι μεταχρονολογήσεις
      γενική της μεταχρονολόγησης* των μεταχρονολογήσεων
    αιτιατική τη μεταχρονολόγηση τις μεταχρονολογήσεις
     κλητική μεταχρονολόγηση μεταχρονολογήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταχρονολογήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταχρονολόγηση < μετα- + χρονολόγηση < μεταχρονολογώ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεταχρονολόγηση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία