μεταχρονολόγηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεταχρονολόγηση | οι | μεταχρονολογήσεις |
γενική | της | μεταχρονολόγησης* | των | μεταχρονολογήσεων |
αιτιατική | τη | μεταχρονολόγηση | τις | μεταχρονολογήσεις |
κλητική | μεταχρονολόγηση | μεταχρονολογήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταχρονολογήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μεταχρονολόγηση < μετα- + χρονολόγηση < μεταχρονολογώ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεταχρονολόγηση θηλυκό
- (λόγιο) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεταχρονολογώ
- ⮡ Η μεταχρονολόγηση των επιταγών είναι μία συνήθης πρακτική στις εμπορικές συναλλαγές.
- ≠ αντώνυμα: προχρονολόγηση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις λόγος, χρόνος και χρονολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μεταχρονολόγηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μεταχρονολόγηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)