Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταχρονολογώ < μετα- + χρονολογώ ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική postdate ή τη γαλλική postdater)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.ta.xɾo.no.loˈɣo/

  Ρήμα επεξεργασία

μεταχρονολογώ, αόρ.: μεταχρονολόγησα, παθ.φωνή: μεταχρονολογούμαι, π.αόρ.: μεταχρονολογήθηκα, μτχ.π.π.: μεταχρονολογημένος

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία