χρονολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρονολογώ < χρονολογ(ία) + -ώ (αναδρομικός σχηματισμός).[1] Μορφολογικά αναλύεται σε χρονο- + -λογώ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xɾo.no.loˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρο‐νο‐λο‐γώ
Ρήμα
επεξεργασίαχρονολογώ, πρτ.: χρονολογούσα, αόρ.: χρονολόγησα, παθ.φωνή: χρονολογούμαι, π.αόρ.: χρονολογήθηκα, μτχ.π.π.: χρονολογημένος
- προσδιορίζω τον χρόνο κατά τον οποίο συνέβη ένα γεγονός ή κατασκευάστηκε ένα αντικείμενο
Συγγενικά
επεξεργασία- μεταχρονολογώ
- προχρονολογώ
- → και δείτε τις λέξεις χρονολογία και χρόνος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χρονολογώ | χρονολογούσα | θα χρονολογώ | να χρονολογώ | χρονολογώντας | |
β' ενικ. | χρονολογείς | χρονολογούσες | θα χρονολογείς | να χρονολογείς | ||
γ' ενικ. | χρονολογεί | χρονολογούσε | θα χρονολογεί | να χρονολογεί | ||
α' πληθ. | χρονολογούμε | χρονολογούσαμε | θα χρονολογούμε | να χρονολογούμε | ||
β' πληθ. | χρονολογείτε | χρονολογούσατε | θα χρονολογείτε | να χρονολογείτε | χρονολογείτε | |
γ' πληθ. | χρονολογούν(ε) | χρονολογούσαν(ε) | θα χρονολογούν(ε) | να χρονολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χρονολόγησα | θα χρονολογήσω | να χρονολογήσω | χρονολογήσει | ||
β' ενικ. | χρονολόγησες | θα χρονολογήσεις | να χρονολογήσεις | χρονολόγησε | ||
γ' ενικ. | χρονολόγησε | θα χρονολογήσει | να χρονολογήσει | |||
α' πληθ. | χρονολογήσαμε | θα χρονολογήσουμε | να χρονολογήσουμε | |||
β' πληθ. | χρονολογήσατε | θα χρονολογήσετε | να χρονολογήσετε | χρονολογήστε | ||
γ' πληθ. | χρονολόγησαν χρονολογήσαν(ε) |
θα χρονολογήσουν(ε) | να χρονολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χρονολογήσει | είχα χρονολογήσει | θα έχω χρονολογήσει | να έχω χρονολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις χρονολογήσει | είχες χρονολογήσει | θα έχεις χρονολογήσει | να έχεις χρονολογήσει | έχε χρονολογημένο | |
γ' ενικ. | έχει χρονολογήσει | είχε χρονολογήσει | θα έχει χρονολογήσει | να έχει χρονολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χρονολογήσει | είχαμε χρονολογήσει | θα έχουμε χρονολογήσει | να έχουμε χρονολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε χρονολογήσει | είχατε χρονολογήσει | θα έχετε χρονολογήσει | να έχετε χρονολογήσει | έχετε χρονολογημένο | |
γ' πληθ. | έχουν χρονολογήσει | είχαν χρονολογήσει | θα έχουν χρονολογήσει | να έχουν χρονολογήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) χρονολογημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) χρονολογημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) χρονολογημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) χρονολογημένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χρονολογούμαι | χρονολογούμουν | θα χρονολογούμαι | να χρονολογούμαι | ||
β' ενικ. | χρονολογείσαι | χρονολογούσουν | θα χρονολογείσαι | να χρονολογείσαι | ||
γ' ενικ. | χρονολογείται | χρονολογούνταν | θα χρονολογείται | να χρονολογείται | ||
α' πληθ. | χρονολογούμαστε | χρονολογούμασταν χρονολογούμαστε |
θα χρονολογούμαστε | να χρονολογούμαστε | ||
β' πληθ. | χρονολογείστε | χρονολογούσασταν χρονολογούσαστε |
θα χρονολογείστε | να χρονολογείστε | χρονολογείστε | |
γ' πληθ. | χρονολογούνται | χρονολογούνταν | θα χρονολογούνται | να χρονολογούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χρονολογήθηκα | θα χρονολογηθώ | να χρονολογηθώ | χρονολογηθεί | ||
β' ενικ. | χρονολογήθηκες | θα χρονολογηθείς | να χρονολογηθείς | χρονολογήσου | ||
γ' ενικ. | χρονολογήθηκε | θα χρονολογηθεί | να χρονολογηθεί | |||
α' πληθ. | χρονολογηθήκαμε | θα χρονολογηθούμε | να χρονολογηθούμε | |||
β' πληθ. | χρονολογηθήκατε | θα χρονολογηθείτε | να χρονολογηθείτε | χρονολογηθείτε | ||
γ' πληθ. | χρονολογήθηκαν χρονολογηθήκαν(ε) |
θα χρονολογηθούν(ε) | να χρονολογηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω χρονολογηθεί | είχα χρονολογηθεί | θα έχω χρονολογηθεί | να έχω χρονολογηθεί | χρονολογημένος | |
β' ενικ. | έχεις χρονολογηθεί | είχες χρονολογηθεί | θα έχεις χρονολογηθεί | να έχεις χρονολογηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει χρονολογηθεί | είχε χρονολογηθεί | θα έχει χρονολογηθεί | να έχει χρονολογηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε χρονολογηθεί | είχαμε χρονολογηθεί | θα έχουμε χρονολογηθεί | να έχουμε χρονολογηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε χρονολογηθεί | είχατε χρονολογηθεί | θα έχετε χρονολογηθεί | να έχετε χρονολογηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν χρονολογηθεί | είχαν χρονολογηθεί | θα έχουν χρονολογηθεί | να έχουν χρονολογηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι χρονολογημένος - είμαστε, είστε, είναι χρονολογημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν χρονολογημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν χρονολογημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι χρονολογημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι χρονολογημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι χρονολογημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι χρονολογημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ χρονολογώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας