Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρονολογώ < χρονολογ(ία) + (αναδρομικός σχηματισμός).[1] Μορφολογικά αναλύεται σε χρονο- + -λογώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xɾo.no.loˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρο‐νο‐λο‐γώ

  Ρήμα επεξεργασία

χρονολογώ, πρτ.: χρονολογούσα, αόρ.: χρονολόγησα, παθ.φωνή: χρονολογούμαι, π.αόρ.: χρονολογήθηκα, μτχ.π.π.: χρονολογημένος

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία