χρονολογούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xɾo.no.loˈɣu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρο‐νο‐λο‐γού‐μαι
- ομόηχο: χρονολογούμε
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαχρονολογούμαι, π.αόρ.: χρονολογήθηκα, μτχ.π.π.: χρονολογημένος
- παθητική φωνή του ρήματος χρονολογώ